Διάσπαρτο

Διάσπαρτο
Ορεινός οικισμός (υψόμ. 870 μ., 112 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού, κοντά στα σύνορα με τη Βουλγαρία. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Θέρμων. Έως το 1951 ονομαζόταν Ισμαήλ Μαχαλάς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Diasparto — ( el. Διάσπαρτο) is a settlement in the Xanthi prefecture of Greece …   Wikipedia

  • βολετός — (boletus). Γένος υμενομυκήτων βασιδιομυκήτων της οικογένειας των βολετιδών. Το καρπόσωμα αυτού του μανιταριού είναι σαρκώδες, λείο, πιο σπάνια τριχωτό, συνήθως μεγάλου μεγέθους. Έχει κεντρικό πόδα και πίλο με την εξωτερική επιφάνεια σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • καταπυκνώνω — (AM καταπυκνῶ, όω) πυκνώνω, συμπυκνώνω αρχ. 1. (με αιτ. ή δοτ.) γεμίζω κάτι τελείως με κάποιο πράγμα 2. περιορίζω σε μικρή περιοχή, συμπτύσσω, συμπιέζω 3. μουσ. συμπληρώνω τα διαστήματα μουσικής κλίμακας 4. παθ. καταπυκνοῡμαι, όομαι α) είμαι… …   Dictionary of Greek

  • φράουλα — (φραγκαρία η γνήσια). Πόα της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα). Συναντάται και άγρια και καλλιεργούμενη. Η φ. έχει μακριούς βλαστούς οι οποίοι, ακουμπώντας στο έδαφος, ριζώνουν και δημιουργούν έτσι καινούργια φυτά, με τα οποία… …   Dictionary of Greek

  • χονδροβλάστη — η, Ν ανατ. νεαρό χονδρικό κύτταρο, που απαντά διάσπαρτο στη διάμεση ουσία τών χόνδρων, συχνά κατά μικρούς σωρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chondroblaste < χόνδρος + βλαστός] …   Dictionary of Greek

  • χρωματίνη — η, Ν (βιοχ.) 1. ουσία από την οποία αποτελούνται τα χρωματοσώματα 2. (ειδικότερα) το διάσπαρτο νουκλεοπρωτεϊνικό υλικό που υπάρχει στον πυρήνα κατά τη μεσόφαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. Chromatine < γερμ. Chromatin < χρώμα, ατος… …   Dictionary of Greek

  • Άγρας, Τέλλος — (Καλαμπάκα 1899 – Αθήνα 1944).Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του ποιητή και κριτικού Ευαγγέλου Ιωάννου. Σπούδασε νομικά και εργάστηκε ως δημόσιος υπάλληλος. Εντάσσεται στην ομάδα των ποιητών που, καθώς γεννήθηκαν μετά το 1890, είχαν χάσει την πίστη της… …   Dictionary of Greek

  • Άρης — I Θεός του πολέμου και από τους μεγαλύτερους θεούς της ελληνικής, αλλά και της λατινικής μυθολογίας. Γιος του Δία και της Ήρας ή μόνο της Ήρας που έμεινε έγκυος με την επαφή άνθους ή της Ενυούς (γι’ αυτό και ονομάζεται Ενυάλιος), που όμως… …   Dictionary of Greek

  • Θερμών, κοινότητα — Κοινότητα (1.221 κάτ.) του νομού Ξάνθης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τους οικισμούς Διάσπαρτο, Θέρμες, Ιαματικές Πηγές, Κίδαρη, Κοττάνη, Μέδουσα και Μέσες Θέρμες. Έδρα της κοινότητας ορίστηκε ο ομώνυμος οικισμός …   Dictionary of Greek

  • Κουσουλάκος, Ευάγγελος — (Καλαμάτα 1861 – 1903). Δημοσιογράφος. Πρωτοεμφανίστηκε στις στήλες των εφημερίδων Ασμοδαίος, Άστυ και Χρόνος και έγραψε αξιόλογα σατιρικά ποιήματα με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Πελαργός. Διετέλεσε ανταποκριτής του Νεολόγου της Κωνσταντινούπολης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”